- νευρογλοιακός
- -ή, -ό [νευρογλοία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρογλοία2. φρ. «νευρογλοιακός όγκος» — όγκος που χαρακτηρίζεται από την τάση να οργανώνεται όπως η νευρογλοία και από την ιξώδη, μαλακή σύστασή του και ο οποίος εντοπίζεται στα νευρικά κέντρα, δηλαδή στον εγκέφαλο και στον νωτιαίο μυελό.
Dictionary of Greek. 2013.